Αχέροντας
- Κατηγορία Αποδράσεις
Ο ποταμός Αχέροντας είναι παγκοσμίως γνωστός για τις μυθολογικές πληροφορίες που περιέχει. Σύμφωνα με την παράδοση είχε θεϊκή καταγωγή και προκάλεσε την οργή του Δία όταν έδωσε, κατά την Τιτανομαχία, νερό στους Τιτάνες για να ξεδιψάσουν. Ο Δίας τον καταδίκασε να μένει αιώνια κάτω από τη γη ενώ μαύρισε και πίκρανε τα νερά του. Εναλλακτικά ονομαζόταν και Φαναριώτικος ή Καμαριώτικο ποτάμι.
Το όνομα Αχέροντας προέρχεται από τη λέξη «άχος» που σημαίνει θλίψη. Ο Αχέροντας ήταν το ποτάμι το οποίο έπρεπε να διασχίσουν οι ψυχές κατά το ταξίδι τους για το βασίλειο του Πλούτωνα.
Η πρόσβαση στις Πηγές του Αχέροντα είναι εξαιρετικά εύκολη. Απλά ακολουθείς τις ταμπέλες μετά τη γέφυρα στη Γλυκή. Οδηγείς κάποια χιλιόμετρα, ενώ το ποτάμι ρέει στα αριστερά σου και, ζηλεύοντας όσους βλέπεις στη διαδρομή σου να έχουν στήσει τα τροχόσπιτα τους στην κοίτη του, ακολουθείς τον πολύ καλό δρόμο που θα σε οδηγήσει σε ένα νέο παράδεισο.
Το ποτάμι πηγάζει από τα γιαννιώτικα βουνά και μετά από μια μακριά διαδρομή 64 χλμ εκβάλει στην Αμμουδιά της Πρέβεζας. Τα νερά του, πολύ ορμητικά το χειμώνα αλλά απόλυτα προσβάσιμα το καλοκαίρι διασχίζουν το ίδιο φαράγγι με σένα, αλλά με αντίθετη φορά. Θεόρατοι γκριζωποί βράχοι στέκονται φρουροί δίπλα σου, ειδικά στα σημεία όπου ο ήλιος αδυνατεί να σε φτάσει
Πύλες του Άδη στα Σερζιανά
Σύμφωνα με την μυθολογία στις Πύλες του Άδη, στον ποταμό Αχέρωντα, ο θεός Ερμής έφερνε τις ψυχές των νεκρών στον γέρο βαρκάρη Χάροντα. Ο Χάρων αναλάμβανε από εκεί και πέρα για την μεταφορά τους από τη μια όχθη του ποταμού Αχέροντα στην άλλη, για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη στον Κάτω Κόσμο, με αντίτιμο έναν οβολό. Η ψυχή που δεν μπορούσε να πληρώσει ήταν καταδικασμένη να περιπλανιέται για εκατό χρόνια.
Οι πύλες του Άδη βρίσκονται στο μεγαλύτερο τμήμα του ποταμού Αχέρωντα, μήκους περίπου 12-14 Km. Αρχίζει από τή Γλυκή Θεσπρωτίας και τελειώνει στην Γέφυρα Μεσοπόταμου Πρέβεζας στην Εθνική Οδό Πρέβεζας-Ηγουμενίτσας. Στό τέλος αυτού του Τμήματος ο Αχέρων δέχεται τά νερά δύο παραποτάμων του , του Κωκυτού και του Βωβού στη συνέχεια.. Ο ταξιδιώτης εδώ έχει να επισκεφθεί τό διάσημο πλέον Νεκρομαντείο της Εφύρας, άρρηκτα συνδεδεμένο με τόν Ποταμό Αχέροντα, και με τις «Πύλες του Αδη». Το «Αρδευτικό Τμήμα» ήταν μέχρι πρό 20 ετών πλήρως πλωτό, μάλιστα υπάρχουν στο Καστρί και μεταλλικοί κρίκοι προσδέσεως των πλοιαρίων, αλλά λόγω της ανεξέλεγκτης βλάστησης όχι μόνο δεν είναι πλωτό πλέον αλλά δεν προσφέρεται ούτε για καγιάκ ούτε για ράφτιγκ.
Χαράδρα της "Γκούβας"
Σε απόσταση 100-200 μέτρων από την γέφυρα των Σερζιανών, το ανάγλυφο του Αχέροντα γίνεται εντονότερο και ο ποταμός εισέρχεται στην περιοχή δέους, των Στενών του Αχέροντα (Χαράδρα). Σε αρκετά τμήματα του ποταμού, εκεί που η ροή του είναι ομαλή, σχηματίζονται νερόλακκοι και μικρές λίμνες, τόποι ιδανικοί για τη διαβίωση πολλών αμφιβίων και ψαριών. Σε άλλες πλευρές, ο ποταμός κυλά ορμητικά μέσα από κατακόρυφους και ψηλούς βράχους. Aρκετές φορές το ύψος τους ξεπερνά τα 100 μέτρα, ενώ το πλάτος του ποταμού στα σημεία αυτά φτάνει τα δύο μέτρα. Σε μερικά πάλι σημεία, η επιφανειακή ροή του νερού είναι μικρότερη, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η «Χαράδρα του Αχέροντα» είναι το πλέον επικίνδυνο τμήμα του Αχέροντα ποταμού. Αρχίζει από την τσιμεντένια γέφυρα των Σερζιανών Ιωαννίνων και καταλήγει στους καταρράκτες στη γέφυρα της «Σκάλας Τζαβέλαινας», όπου αφ' ενός μεν χύνεται ο ομηρικός ποταμός Πυριφλεγέθων (ή Σουλιώτικο ρέμα) και αφ'ετέρου υπάρχει μονοπάτι που οδηγεί στο Σούλι (χωριό Σαμονίδα) σε 3-4 ώρες
το έτος 1992, o τοπικός ερευνητής X.Γκούβας χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο «Πύλες του Άδη» για να δώσει έμφαση στο μεγαλείο των «Στενών του Αχέροντα» (Χαράδρα) μεταξύ Σερζιανών και Γλυκής. Έτσι ο όρος διαδόθηκε ευρέως σε χρήση και σε λίγα χρόνια επεκτάθηκε η χρήση του σε διαφημιστικά έντυπα, σε πινακίδες και σε επίσημα έγγραφα Δήμων και Νομαρχίας. Ειδικότερα στην πρώτη δημοσίευση οι επονομαζόμενες «Πύλες του Άδη» (συμβατικά ονομαζόμενες Πύλες Γ' και Πύλες Β') απεκλήθησαν τα στενά περάσματα τα σχηματισμένα από κάθετες πλάκες βράχων, ύψους τουλάχιστον 100-200 μέτρων και πλωτού πλάτους μόλις 2 μέτρων. Τα στενά αυτά, εικάζεται ότι οι αρχαίοι φοβούνταν ή αδυνατούσαν να περάσουν και προκαλούσαν δέος.