Όταν ο Γάλλος καθηγητής Ζαν Φουραστιέ (1902-1990) στα μέσα της δεκαετίας 1960 ερχόταν να μας μιλήσει στο Πανεπιστήμιο της Μονς στο γαλλόφωνο Βέλγιο, η αίθουσα ήταν πάντα κατάμεστη. Και όχι μόνο από σπουδαστές. Πολιτικοί, καθηγητές, συνδικαλιστές και στελέχη επιχειρήσεων έρχονταν να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις ενός σημαντικού οικονομολόγου και μηχανικού, ο οποίος πριν από όλα είχε βαθύτατη ιστορική γνώση της οικονομικής πραγματικότητας, σε όλα τα επίπεδα και στις πιο κρυφές πτυχές της.
«Παραγωγή, κατανάλωση, συναλλαγές, τιμές, μισθοί, κέρδη, αυτές είναι οι στοιχειώδεις και απλές παγκόσμιες πραγματικότητες, τις οποίες έμμεσα ή άμεσα έχουμε κάθε μέρα απέναντί μας, αλλά πολύ συχνά οι πολιτικοί, οι συνδικαλιστές, οι επιχειρηματίες δεν θέλουν να δουν κατάματα και έτσι διαπράττουν τραγικά λάθη. Λάθη παράλογα ενίοτε και τα οποία σε κάθε περίπτωση αφορούν τρέχοντα γεγονότα. Ακόμα χειρότερα, η οικονομική πραγματικότητα διαμορφώνεται μέσα σε έναν ωκεανό άγνοιας, με τον καθένα να επικαλείται ανύπαρκτες επιστημονικές γνώσεις, που του επιτρέπουν όμως να λέει ότι θέλει…», υποστήριζε ο Ζαν Φουραστιέ {Jean Fourastier}.
Συγγραφέας σαράντα και πλέον βιβλίων, με πιο διάσημα τα «Γιατί δουλεύουμε;», «Η οικονομική πραγματικότητα», «Οι όροι του επιστημονικού πνεύματος» και «Τα τριάντα ένδοξα χρόνια», ο Ζαν Φουραστιέ υπήρξε στενός σύμβουλος και συνεργάτης του «πατέρα της Ευρώπης» Ζαν Μονέ και για μια δεκαπενταετία συνεργάστηκε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε θέματα διάδοσης της τεχνολογίας και της επιχειρηματικότητας στην Ευρώπη.
«Η Επιχείρηση», μου έλεγε σε μια συνέντευξη στις Βρυξέλλες, το 1968, «είναι το μέσο που επιτρέπει στον άνθρωπο να παράγει ώστε να μπορεί να καταναλώνει και να καλύπτει ανάγκες του. Ένα από τα μέσα όμως που οδηγεί στην παραγωγή είναι η εργασία. Αλλά αυτή η τελευταία, δεν αρκεί για να καλύψει ένας άνθρωπος όλες τις ανάγκες του. Υπό αυτή την έννοια σε μια οικονομία η αποτελεσματικότητα της εργασίας είναι σημαντικός συντελεστής της ανθρώπινης ύπαρξης. Όχι ο μόνος όμως. Η επιχείρηση είναι βασικό κύτταρο στο οποίο ο άνθρωπος επιτελεί παραγωγική εργασία. Από την οργάνωση και τις επιδόσεις της επιχείρησης εξαρτάται έτσι και η αμοιβή της εργασίας είτε αυτή αφορά παροχές υπηρεσιών είτε παραγωγή και διάθεση προϊόντων.
Κατά συνέπεια, μια διάσταση της οικονομίας που έρχεται στο προσκήνιο, είναι αυτή του ρόλου της εργασίας και της δυνατότητα της να καλύπτει ανάγκες. Ξεκινώντας πάντα από αυτήν της ζωής και της εξασφάλισής της.
«Δουλεύουμε», έγραφε ο Ζαν Φουραστιέ, «για να μεταβάλουμε την τρελή χλόη σε στάρι και μετά σε ψωμί, τα αγριοκέρασα σε κεράσια και τα χαλίκια σε ατσάλι και μετά σε αυτοκίνητα». Ωστόσο, για τη δουλειά του αυτή, από τον καιρό που ανακάλυψε τον «καταμερισμό της εργασίας» και τα κύτταρα παραγωγής που ονομάζονται «επιχειρήσεις», ο άνθρωπος εισπράττει μια αμοιβή, η οποία για τον μεν εργαζόμενο λέγεται «μισθός», για δε τον επιχειρηματία «μέρισμα» που προκύπτει από το κέρδος. Αν υπάρχει, γιατί δεν είναι πάντα δεδομένο ».
Οι παραπάνω βασικές παραδοχές, πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η θεωρία του Άνταμ Σμιθ, «πατέρα της πολιτικής οικονομίας», περί του «Πλούτου των Εθνών», στον σημερινό αναπτυγμένο κόσμο, χωρίς να αμφισβητούνται ουσιαστικά, είναι αντικείμενο νέων προσεγγίσεων και άρα ανύπαρκτων στο παρελθόν ερωτημάτων. Στο μικρό αλλά περιεκτικό βιβλίο του που επίσης φέρει τον τίτλο «Γιατί δουλεύουμε;» ο καθηγητής ψυχολόγος και σύμβουλος επιχειρήσεων Μπαρυ Σβάρτς, θέτει εύλογους προβληματισμούς σχετικούς με την υπαρξιακή σχέση ανθρώπων και εργασίας.
Κατά την προσέγγισή του, η απάντηση στο ερώτημα «Γιατί δουλεύουμε;», πέρα από κάποιες «σιδερένιες» θεωρητικές κατασκευές, είναι πολύ πιο σύνθετες, αναπάντεχες και επείγουσες στη σημερινή μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα όμως, η οποία χαρακτηρίζεται από μόνιμη και όχι πάντα ορθολογική «μάχη των ιδεών» περί την εργασία και τη φύση της.
Στο μέτρο που η παραγωγική δραστηριότητα των ανθρώπων στις βιομηχανικές κοινωνίες γινόταν όλο και περισσότερο καταναλωτική και άρα στηριζόταν στην δημιουργία και ικανοποίηση νέων αναγκών, η φύση της εργασίας άρχισε να ακολουθεί νέες κατευθύνσεις, πολύ πιο σύνθετες από αυτές που είχαν «ιεροποιήσει» οι Άνταμ Σμιθ και Κάρολος Μαρξ.
Στο πλαίσιο αυτό, ένα νέο πρόβλημα που αναδύεται σε μία οικονομία, δεν είναι τόσο αυτό του ύψους της αμοιβής της εργασίας, αλλά της δυνατότητας που έχει ένα άτομο να καλύπτει τις υλικές και άλλες ανάγκες του με το μισθό του ή τα μερίσματά του. Πολλοί οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι η ικανότητα του ανθρώπου να επινοεί συνεχώς καινούργιες ανάγκες, είναι πραγματικά απεριόριστη. «Χωρίς καμιά αμφιβολία», λέει ο καθηγητής Γ.Μπήτρος, «αποτελεί συστατικό της ανθρώπινης φύσης».
Μια φύση στην οποίαν όλο και περισσότερο παίζουν καθοριστικό πλέον ρόλο ψυχαγωγικές,ψυχολογικές και πνευματικές ανάγκες, η ικανοποίηση των οποίων δεν είναι μόνον θέμα παραγωγικής ανάπτυξης. Είναι και σοβαρό ζήτημα προσωπικής ολοκλήρωσης.
Η βιομηχανική επανάσταση έβγαλε από τη φτώχεια εκατομμύρια ανθρώπους στη Δύση. Πλέον με την εξάπλωσή της στους ανθρώπους και τους τόπους που έχασαν το πρώτο κύμα της εκβιομηχάνισης, σώζει από τη φτώχεια πολλά επιπλέον εκατομμύρια. Η εκβιομηχάνιση υπήρξε ένα εκπληκτικό ανθρώπινο επίτευγμα. Όμως, η ανακούφιση από την υλική φτώχεια είχε το βαρύ τίμημα της φτώχειας του πνεύματος. Ίσως να ήταν απαραίτητο να πληρώσουμε αυτό το τίμημα στα πρώτα στάδια της οικονομικής ανάπτυξης. Όμως, όχι πια. Όσον αφορά τον μετασχηματισμό των εργασιακών σχέσεων, χώρων και συνθηκών, μια νέα εποχή έχει ήδη αναδυθεί.
Κατά τον καθηγητή Μπάρυ Σβαρτς, «ο εργασιακός κόσμος και κατ’ επέκταση ο κόσμος της ανθρώπινης εμπειρίας θα είναι πολύ διαφορετικός, αν θέσουμε στον εαυτό μας νέα ερωτήματα για τη δουλειά που κάνουμε και για αυτήν που ζητάμε από άλλους να κάνουν». Όσο για τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, σταδιακά θα διαμορφώνουν και τη νέα εργασιακή πραγματικότητα. Αυτήν που κάποιοι χαρακτηρίζουν εποχή της «Μεγάλης Παραίτησης» και κάποιοι άλλοι «εργασίας α λα κάρτ» Το θέμα είναι ότι το κεφάλαιο εργασία μπαίνει και αυτό σε μια νέα περίοδο μετασχηματισμού του που απαιτεί και νέα εργαλεία ανάλυσης.